ανακέφαλος

ανακέφαλος
η , ο глупый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανακέφαλος" в других словарях:

  • ανακέφαλος — η, ο ασύνετος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + κεφάλι. ΠΑΡ. ανακέφαλα, ανακεφαλιά] …   Dictionary of Greek

  • ανακεφαλιά — η [ανακέφαλος] απερισκεψία, ανοησία, κουταμάρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»